- υποκλίνομαι
- ὑποκλίνομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκλίνω ΜΑμέσ.1. κλίνω το κεφάλι και τον κορμό προς τα εμπρός για να χαιρετήσω κάποιον και να τού εκφράσω τον σεβασμό μου, κάνω υπόκλιση2. δηλώνω υποταγή, υποτάσσομαινεοελλ.μτφ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου, θαυμάζω κάποιον («υποκλίνομαι μπροστά στο ταλέντο σας»)μσν.-αρχ.ενεργ. κλίνω, γέρνω ελαφρά προς τα εμπρός («καὶ τὴν κεφαλὴν ὑπέκλινεν ὡς ἐν σχήματι προσκυνήσεως», Μηναί.)αρχ.1. ενεργ. υποτάσσω2. μέσ. α) παραμερίζωβ) παρεκκλίνωγ) (για αστέρα) δύω3. παθ. (με δοτ.) πλαγιάζω κάτω από κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.